- αιανως
- αἰανῶςнавеки Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αἰανῶς — αἰᾱνῶς , αἰανής eternal adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… … Dictionary of Greek